Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κερεστές
1 εγγραφή
κερεστές ο [kerestés] Ο13 : (λαϊκότρ.) οικοδομήσιμη ξυλεία.

[τουρκ. kereste ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες