Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κεραυνοβολώ [keravnovoló] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ.) : 1α. για κτ. που χτυπήθηκε από κεραυνό. || Έπεσε σαν κεραυνοβολημένος. β. Tον κεραυ νοβόλησε το ρεύμα, τον σκότωσε. 2. (μτφ.) α. προκαλώ εξαιρετικά δυσάρεστη έκπληξη σε κπ.: Kεραυνοβολήθηκε από το νέο. || Mε κεραυνοβόλησε με το βλέμμα, με κοίταξε με βλέμμα άγριο και επιτιμητικό θέλοντας να με επαναφέρει στην τάξη, με κατακεραύνωσε. β. (προφ.) για γρήγορη, αστραπιαία και αποτελεσματική ενέργεια: Ο παίχτης κεραυνοβόλησε τον τερματοφύλακα, έδρασε τόσο γρήγορα, ώστε δεν του άφησε περιθώρια να αντιδράσει.
[λόγ.: 1α: αρχ. κεραυνοβολῶ· 1β, 2: σημδ. γαλλ. foudroyer]