Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κερατάς ο [keratás] Ο1 : (προφ.) 1. (υβρ.) ο απατημένος σύζυγος. ΠAΡ Kάλλιο να λεν τον κερατά, παρά τον κακομοίρη, και από τη βρισιά ακόμη ο οίκτος είναι χειρότερος. || (επέκτ.) βλάκας, κορόιδο: Εγώ σαν τον κερατά δουλεύω όλη μέρα. ΦΡ του κερατά!, αν είναι δυνατό!, ως έκφραση αγανάκτησης ή για κτ. αυτονόητο. 2. άνθρωπος πονηρός, κατεργάρης· παλιάνθρωπος: Mε γέλασε ο ~. || (συναισθ.) για μικρό παιδί πολύ έξυπνο και ζωηρό: Είναι αυτός ένας ~!
[μσν. κερατάς < κέρατ(ον) -άς (σύγκρ. κερασφόρος)]