Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κερασφόρος -ος / -α -ο [kerasfóros] Ε14 : α. για ζώο που έχει κέρατα. β. (μτφ., ειρ.) ο απατημένος σύζυγος.
[λόγ.: α: αρχ. κερασφόρος· β: ελνστ. σημ., κατά τη φρ. κέρατα ποιεῖν τινι (για γυναίκα που απατά τον άντρα της)]