Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κεμπάπ το [kebáp] Ο (άκλ.) : (μαγειρ.) είδος φαγητού από μικρά κομματάκια υπερβολικά καρυκευμένου κρέατος που ψήνεται συνήθ. στο φούρνο.
[τουρκ. kebap < αραβ. kebab]