Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κελί το [kelí] Ο43 : I. πολύ μικρός χώρος, περιορισμένος και απομονωμένος. 1. στις φυλακές, καθένα από τα πολύ μικρά δωμάτια στα οποία κλείνουν τους φυλακισμένους: Σκοτεινό / υγρό / ανήλιαγο ~. Tο ~ των μελλοθανάτων. 2. στα μοναστήρια: α. καθένα από τα μικρά δωμάτια στα οποία μένουν οι μοναχοί: Γυμνό / ασκητικό ~. β. (πληθ.) ευρύχωρα μοναστικά οικοδομήματα που παραχωρούνται από τις μονές σε μια ομάδα δύο ή περισσότερων μοναχών, οι οποίοι ασχολούνται με γεωργικές εργασίες. || (περιπαιχτικά): Aποσυρθήκαμε στα κελιά μας, ο καθένας στο δωμάτιό του. II. κοιλότητα της κηρήθρας μέσα στην οποία οι μέλισσες αφήνουν τα αυγά τους για εκκόλαψη ή το μέλι τους.
[μσν. κελλί < ελνστ. κελλίον `δωμάτιο΄ υποκορ. του κέλλα < λατ. cella (ορθογρ. απλοπ.)]
- κελιώτης ο [ke
ótis] Ο10 : ονομασία μοναχού ο οποίος ζει στα κελιάI2β. [λόγ. < ελνστ. κελλιώτης (ορθογρ. απλοπ. κατά το κελί)]