Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καύσωνας
1 εγγραφή
καύσωνας ο [káfsonas] Ο5 : καιρικές συνθήκες που χαρακτηρίζονται από υπερβολικά υψηλές θερμοκρασίες: Έρχεται ~. Περιμένουμε καύσωνα. Mέτρα για την αντιμετώπιση του καύσωνα. Θύματα του καύσωνα.

[λόγ. < ελνστ. καύσων, αιτ. -ωνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες