Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καφενες
1 εγγραφή
καφενές ο [kafenés] Ο13 : (λαϊκότρ.) το καφενείο.

[τουρκ. kahvehane, διαλεκτ. kahvene ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες