Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καφενείο το [kafenío] Ο39 : χώρος αναψυχής και συναντήσεων, κυρίως για άνδρες, στον οποίο σερβίρονται καφές, αναψυκτικά, γλυκά του κουταλιού κτλ., και όπου υπάρχει η δυνατότητα για διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια, κυρίως χαρτιά και τάβλι: Παραδοσιακό ελληνικό ~. Tο ~ του χωριού. Ο μικρός του καφενείου, που σερβίρει. Tι το πέρασες το σχολείο, ~ να έρχεσαι όποτε θέλεις; Συζητήσεις επιπέδου καφενείου, σοβαροφανείς ή από άσχετους και ανεύθυνους ανθρώπους. Φιλολογικό ~, όπου συγκεντρώνονται λογοτέχνες και γενικά άνθρωποι των γραμμάτων.
καφενεδάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. καφεν(ές) -είον (σφαλερή δημιουργία)· καφενεδ- (δες καφενές) -άκι]