Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καυστικός -ή -ό [kafstikós] Ε1 : 1. (χημ.) για αλκαλικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από έντονη διαβρωτική και ερεθιστική δράση, όταν έρχονται σε επαφή με ζωντανούς ιστούς: Kαυστικά υγρά. Kαυστικές ουσίες. Kαυστικό νάτριο. Kαυστική σόδα. 2. (μτφ.) για λόγια ειρωνικά που έχουν ως στόχο να ενοχλήσουν ή να προσβάλουν: Kαυστικά σχόλια. Kαυστικό χιούμορ. Kαυστική σάτιρα. Kαυστικό πνεύμα.
[λόγ.: 2: ελνστ. καυστικός, αρχ. σημ.: `ικανός να κάψει΄· 1: γαλλ. caustique (στη νέα σημ.) < λατ. causticus < αρχ. καυστικός]