Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατωφερής -ής -ές [katoferís] Ε10 : (λόγ.) για έδαφος που έχει κλίση προς τα κάτω· κατηφορικός. ANT ανωφερής: ~ δρόμος.
[λόγ. < αρχ. κατωφερής `που κρέμεται προς τα κάτω, απότομος΄ κατά τη σημ. του κατήφορος]