Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατωφερής
1 εγγραφή
κατωφερής -ής -ές [katoferís] Ε10 : (λόγ.) για έδαφος που έχει κλίση προς τα κάτω· κατηφορικός. ANT ανωφερής: ~ δρόμος.

[λόγ. < αρχ. κατωφερής `που κρέμεται προς τα κάτω, απότομος΄ κατά τη σημ. του κατήφορος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες