Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατολίσθηση η [katolísθisi] Ο33 : 1. (γεωλ.) φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ή χώματος αποσπώνται από τις πλαγιές βουνών ή κοιλάδων και μετακινούνται προς χαμηλότερα σημεία: Οι ορεινοί δρόμοι κλείνουν συχνά εξαιτίας κατολισθήσεων. 2. (μτφ.) διαδικασία μιας πορείας προς καταστάσεις χειρότερες από τις υπάρχουσες: H ~ προς το δογματισμό φαίνεται αναπόφευκτη.
[λόγ. < ελνστ. κατολίσθη(σις) `γλίστρημα προς τα κάτω΄ -ση & σημδ. γαλλ. glissement de terrain]