Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατοικία η [katikía] Ο25 : στεγασμένος χώρος που τον χρησιμοποιεί κάποιος ως διαμονή: Οι πρώτοι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν ως κατοικίες τα σπήλαια. Σπίτι με τρεις κατοικίες, διαμερίσματα. Mόνιμη / παραθεριστική ~. Δάνειο για αγορά πρώτης κατοικίας. Δεύτερη ~, το εξοχικό σπίτι. Διεύθυνση κατοικίας. Aλλαγή κατοικίας. Περιοχή κατοικίας, σε αντιδιαστολή προς το εμπορικό κέντρο ή το βιομηχανικό τομέα μιας πόλης. || Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ο Όλυμπος ήταν ~ των δώδεκα θεών. || (μτφ.): Tο σώμα είναι η προσωρινή ~ της ψυχής.
[λόγ. < ελνστ. κατοικία, αρχ. σημ.: `τρόπος διαμονής΄]