Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταχθόνιος -α -ο
1 εγγραφή
καταχθόνιος -α -ο [kataxθónios] Ε6 : 1. που βρίσκεται, που ζει στα βάθη της γης, κυρίως για μεταφυσικά όντα: Kαταχθόνιοι θεοί, υποχθόνιοι. 2. (μτφ.) που με ύπουλο τρόπο προκαλεί το κακό· σατανικός: Είναι ~ άνθρωπος. Εφάρμοσε ένα καταχθόνιο σχέδιο για να τον δολοφονήσει. Kαταχθόνιες δυνάμεις ενεργούν εναντίον μας. καταχθόνια ΕΠIΡΡ: Έδρα σε ~.

[λόγ.: 1: αρχ. καταχθόνιος· 2: σημδ. γαλλ. infernal]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες