Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταφρονώ [katafronó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β αόρ. και καταφρόνεσα, απαρέμφ. και καταφρονέσει, παθ. αόρ. και καταφρονέθηκα, απαρέμφ. και καταφρονεθεί, μππ. και καταφρονεμένος : περιφρονώ κπ. ή κτ. βαθύτατα. 1. θεωρώ ότι κάποιος ως κατώτερός μου δεν αξίζει την εκτίμησή μου και το σεβασμό μου: Όσο ήταν ισχυρός καταφρονούσε τους αδυνάτους. || (μππ., ως ουσ.) οι καταφρονεμένοι, όσοι αντιμετωπίζουν την αδιαφορία και την αναλγησία της κοινωνίας. 2α. αδιαφορώ εντελώς για κτ. το οποίο οι άλλοι θεωρούν πολύτιμο και επιθυμούν να το αποκτήσουν: Kαταφρονεί το χρήμα / τη δόξα. β. αδιαφορώ εντελώς για κτ. το οποίο οι άλλοι φοβούνται και προσπαθούν να το αποφύγουν: Kαταφρονεί τον κίνδυνο / το θάνατο.
[αρχ. καταφρονῶ]