Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατατρώω [katatróo] -γομαι & κατατρώγω [katatróγo] -ομαι Ρ (βλ. και τρώω) πρτ. κατάτρωγα και κατέτρωγα, αόρ. κατάφαγα και κατέφαγα, απαρέμφ. καταφάει, παθ. αόρ. καταφαγώθηκα, απαρέμφ. καταφαγωθεί, μππ. καταφαγωμένος : 1α. τρώω κτ. εντελώς ή σε πολλά σημεία και το καταστρέφω: Οι κατσίκες κατάφαγαν τα κλήματα. Ο σκόρος κατάφαγε τα μάλλινα. β. τσιμπώ κπ. σε πολλά σημεία: Mε κατάφαγαν τα κουνούπια. γ. προκαλώ μεγάλες φθορές σε κτ. ή το καταστρέφω εντελώς: Tα σίδερα είναι καταφαγωμένα από τη σκουριά. H φωτιά κατατρώει ό,τι βρει μπροστά της, κατακαίει. 2. (μτφ.) α. κατασπαταλώ: Kατέφαγε όλη την περιουσία του στα χαρτιά. H ελληνική κριτική του δέκατου ένατου αιώνα κατατρώγεται από τις γλωσσικές διαμάχες. β. βασανίζω κπ. υπερβολικά, κυρίως ψυχικά: Tον κατατρώει η περιέργεια / η ζήλια.
[μσν. κατατρώγω < κατα- τρώγω και μεταπλ. κατά το τρώγω > τρώω]