Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταρχήν [katarxín] επίρρ. : α. όσον αφορά την ουσία, τη βασική αρχή ενός πράγματος, ως προς το κύριο και βασικό μέρος· κατ΄ αρχήν: Συμφώνησαν ~, διαφώνησαν όμως σε ορισμένες λεπτομέρειες. Tο νομοσχέδιο ψηφίστηκε ~ και κατ΄ άρθρο. β. αντί του κατ΄ αρχάς.
[λόγ. < αρχ. φρ. κατ΄ ἀρχάς `στην αρχή΄ (με τροπή στον εν.) σημδ. γαλλ. en principe (εν.)]