Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταπληκτικός -ή -ό [katapliktikós] Ε1 : που οι ιδιότητές του, τα χαρακτηριστικά του είναι τόσο ασυνήθιστα, κατά κανόνα εξαιρετικά και τέλεια, ώστε να προξενεί κατάπληξη, μεγάλη εντύπωση και θαυμασμό: Έδειξε καταπληκτική αντοχή στο κρύο και στην πείνα. H καταπληκτική περιπέτεια της κατάκτησης του διαστήματος. Στον αιώνα μας έγιναν καταπληκτικές εφευρέσεις. || (επιτατικά) πάρα πολύ καλός ή μεγάλος: Είναι ένας ~ άνθρωπος / δάσκαλος. Διάβασα ένα καταπληκτικό βιβλίο. Aγόρασε ένα σπίτι με καταπληκτική θέα. Έχει ένα θράσος καταπληκτικό.
καταπληκτικά ΕΠIΡΡ: Γράφει ~ γρήγορα. Xτες περάσαμε ~, πάρα πολύ ωραία. [λόγ. < ελνστ. καταπληκτικός]