Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταπέτασμα το [katapétazma] Ο49 : α. παραπέτασμα που χωρίζει το άδυτο στους εβραϊκούς ναούς: Tο ~ του ναού. ΦΡ (εκκλ.) το ~ του ουρα νού, ο ουράνιος θόλος. β. στη ΦΡ τρώω το ~: α. τρώω υπερβολικά: Στις γιορτές φάγαμε το ~. Aυτός τρώει το ~. β. για κπ. που κάνει μεγάλες οικονομικές καταχρήσεις: Έφαγε το ~ όταν ήταν ταμίας.
[α: λόγ. < ελνστ. καταπέτασμα· β: αρχ. καταπέτασμα `κάλυμμα τραπεζιού΄]