Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταναυμαχώ
1 εγγραφή
καταναυμαχώ [katanavmaxó] -ούμαι Ρ10.9 : νικώ ολοκληρωτικά τον εχθρό σε ναυμαχία.

[λόγ. < αρχ. καταναυμαχῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες