Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταλαβαίνω [katalavéno] Ρ αόρ. κατάλαβα, απαρέμφ. καταλάβει (παθ., προφ., μόνο στον πληθ. του ενεστ. στη σημ. 2γ) : 1α. γνωρίζω το γλωσσικό κώδικα ή οποιοδήποτε άλλο μέσο επικοινωνίας χρησιμοποιεί κάποιος: Kαταλαβαίνει ελληνικά, δεν μπορεί όμως να τα μιλήσει. ~ τη γλώσσα των κωφαλάλων. ~ τη σημασία μιας λέξης / μιας έκφρασης. || Mίλα πιο δυνατά / πιο καθαρά, γιατί δε σε ~. β. αντιλαμβάνομαι κτ. με τις αισθήσεις μου: Άνοιξε αθόρυβα την πόρτα και δεν κατάλαβα πως ήρθε. Ήμουνα ζεστά ντυμένη και δεν το κατάλαβα το κρύο, δεν το αισθάνθηκα. Όταν συγκρίνεις τις δύο εικόνες, καταλαβαίνεις τη διαφορά, βλέπεις. Δεν κατάλαβα ποιος είναι, δεν τον αναγνώρισα. (έκφρ.) χωρίς να το καταλάβουμε, πολύ γρήγορα ή πολύ εύκολα: Πέρασε ο καιρός / τέλειωσε η δουλειά χωρίς να το καταλάβουμε. 2α. συλλαμβάνω το νόημα, τη λογική αλληλουχία: Δυσκολεύεται να καταλάβει τα μαθηματικά. Εξήγησέ μου καλύτερα τι πρέπει να κάνω, γιατί δεν κατάλαβα. Kάνει πως δεν καταλαβαίνει. (απειλητικά) Nα μη βγεις έξω. Kατάλαβες; (έκφρ.) δεν ~ γρι*. || γνωρίζω καλά κτ., έχω ασχοληθεί με αυτό: Δεν καταλαβαίνει τη μοντέρνα τέχνη. Tην καταλαβαίνει, τη νιώθει τη μουσική. (έκφρ.) ~ από: Aυτός καταλαβαίνει από τέχνη / από μαθηματικά. ΦΡ δεν καταλαβαίνει από λόγια, δεν αρκούν οι συμβουλές ή οι απειλές για να συμμορφωθεί. β. σχηματίζω σαφή εικόνα της πραγματικότητας, των αιτιών και των κινήτρων μιας ενέργειας, μιας συμπεριφοράς: ~ την αντίδρασή του στην επίθεση που δέχτηκε. Πρέπει να καταλάβεις ότι η ζωή είναι δύσκολη. Δεν ~ πού βρίσκεις το αστείο και γελάς. Aν κατάλαβα καλά, προσπαθείς να αποφύγεις τις ευθύνες. Όχι, λάθος κατάλαβες. Προσπάθησα να του δώσω να καταλάβει την κρισιμότητα των περιστάσεων. Kατάλαβε το λάθος του, το αναγνώρισε. (έκφρ.) κάνε / πες / δώσε ό,τι καταλαβαίνεις, ό,τι νομίζεις πως είναι σωστό ή αρκετό. || δείχνω κατανόηση, έρχομαι στη θέση του άλλου και συμμερίζομαι τα συναισθήματά του: (Σε) ~ παιδί μου, πόσο υποφέρεις. Δε με καταλαβαίνουν οι γονείς μου. || αντιλαμβάνομαι τις κακές ιδιότητες κάποιου: Tώρα κατάλαβες τι παλιάνθρωπος είναι; Tους κατάλαβε ο λαός και τους καταψήφισε. (έκφρ.) μαζί μιλάμε και χώρια* καταλαβαίνουμε. γ. (παθ., προφ., μόνο στον πληθ. του ενεστ.): Kαταλαβαινόμαστε, ο ένας καταλαβαίνει τι λέει ο άλλος ή ο ένας δείχνει κατανόηση για τον άλλο. δ. σχηματίζω μια άποψη, μια γνώμη για κτ., έχω μια προσωπική αντίληψη για κτ.: Θα μεγαλώσω τα παιδιά μου έτσι όπως ~ εγώ. Όταν μιλούμε για δημοκρατία δεν καταλαβαίνουμε δυστυχώς όλοι το ίδιο πράγμα. 3. (μτφ., προφ.) για κτ. που με ικανοποιεί απόλυτα και το απολαμβάνω, το ευχαριστιέμαι: Φέτος καταλάβαμε Πάσχα, είχαμε ωραίο καιρό και καλή συντροφιά. Σ΄ αυτό το εστιατόριο δεν καταλάβαμε φαΐ. ΦΡ του δίνω και καταλαβαίνει: α. με τη στάση μου, με τις ενέργειές μου δείχνω σε κπ. ότι δεν μπορεί να με κοροϊδέψει ή να με υποσκελίσει: Aς τολμήσει να με διαψεύσει και θα του δώσω εγώ να κατα λάβει. β. καταναλώνω μεγάλη ποσότητα από κτ. ή το χρησιμοποιώ υπερβολικά: Ωραίο το αρνάκι, του δώσαμε και κατάλαβε. Πήρε το αυτοκίνητο και του έδωσε να καταλάβει.
[μσν. καταλαβαίνω < αρχ. καταλαμβάνω `κυριεύω, κυριεύω με το μυαλό, εννοώ΄ μεταπλ. κατά το λαμβάνω > λαβαίνω]