Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατακλύζω [kataklízo] -ομαι Ρ2.1 αόρ. κατέκλυσα, απαρέμφ. κατακλύσει : 1. καλύπτω μια εκτεταμένη συνήθ. επιφάνεια με μεγάλη ποσότητα νερού: Ξεχείλισε το ποτάμι / έπεσε το φράγμα και κατέκλυσε χιλιάδες στρέμματα. Οι δρόμοι της πόλης κατακλύστηκαν από τα νερά της βροχής. 2. (μτφ.) α. για να δηλώσουμε τον πολύ μεγάλο αριθμό προσώπων που έρχεται και γεμίζει ένα χώρο: Xιλιάδες παραθεριστές κατακλύζουν τα νησιά μας. Ο χώρος της Διεθνούς Εκθέσεως κατακλύζεται καθημερι νά από χιλιάδες επισκέπτες. β. για κτ. που παρουσιάζεται σε πολύ μεγάλη αφθο νία, σε πολύ μεγάλο αριθμό: Tα ιαπωνικά προϊόντα έχουν κατακλύσει τις ευρωπαϊκές αγορές. Tο σπίτι κατακλύστηκε από δώρα και λουλούδια. H βιοτεχνία μας κατακλύζεται από παραγγελίες.
[λόγ.: 1: αρχ. κατακλύζω· 2: κατά τη σημ. του κατακλυσμός2]