Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατακλυσμός ο [kataklizmós] Ο17 : 1. χαρακτηρισμός ραγδαίας βροχής που συνήθ. προκαλεί πλημμύρες: Πού πας; Έξω είναι / γίνεται ~. || στις θρησκευτικές ή μυθολογικές παραδόσεις ορισμένων λαών, συνεχείς και δυνατές βροχές που πλημμύρισαν τη γη και απείλησαν με αφανισμό το ανθρώπινο γένος: Ο ~ του Nώε / του Δευκαλίωνα. ΦΡ ο ~ του Nώε*. φέρνω τον κατακλυσμό, μεγαλοποιώ μια δυσάρεστη κατάσταση και την παρουσιάζω τραγική: Όλα τακτοποιήθηκαν τελικά, κι ας έφερες τον κατακλυσμό, ότι τα εμπόδια είναι αξεπέραστα. 2. (μτφ.) για να δηλώσουμε την υπερεπάρκεια ή την πληθώρα: ~ από φρούτα / από διαμαρτυρίες / από τηλεγραφήματα.
[λόγ. < αρχ. κατακλυσμός]