Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατακερματισμός ο [katakermatizmós] Ο17 : η ενέργεια του κατακερματίζω. 1. διαίρεση μιας επιφάνειας σε μικρά κομμάτια: Ο αρχιτέκτονας προσπάθησε να αποφύγει τον κατακερματισμό του χώρου σε μικρά δωμάτια. 2. (μτφ.) διάσπαση της ενότητας ενός συνόλου: Tο κυβερνητικό κόμμα προσπαθεί να πετύχει τον κατακερματισμό των δυνάμεων της αντιπολίτευσης. Ο νέος νόμος οδήγησε στον κατακερματισμό των πανεπιστημιακών σχολών σε πολλά τμήματα.
[λόγ. < ελνστ. κατακερματισμός]