Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταγράφω
1 εγγραφή
καταγράφω [kataγráfo] -ομαι Ρ αόρ. κατέγραψα, απαρέμφ. καταγράψει, παθ. αόρ. καταγράφηκα και καταγράφτηκα, απαρέμφ. καταγραφεί και καταγραφτεί, μππ. καταγραμμένος και καταγεγραμμένος* : 1α. γράφω σε ειδικό κατάλογο επίσημα, ταξινομημένα στοιχεία: ~ τα κονδύλια / τις εισπράξεις στα λογιστικά βιβλία. Όλα τα αντικείμενα του μουσείου έχουν καταγραφεί λεπτομερώς. β. για όργανο που σημειώνει σε ενδεικτικό πίνακα μετρητά μεγέθη: Tο θερμόμετρο κατέγραψε θερμοκρασίες υπό το μηδέν. Tα όργανα του Σεισμολογικού Iνστιτούτου κατέγραψαν ελαφρές σεισμικές δονήσεις. 2α. αποτυπώνω γραπτά πληροφορίες και στοιχεία που αφορούν τομείς της κοινωνικής και πνευματικής μας ζωής: H στατιστική υπηρεσία θα καταγράψει το εργατικό δυναμικό / τις αστικές οικοδομές. Στις εκλογές καταγράφεται η δύναμη των πολιτικών κομμάτων. Οι λαογράφοι έχουν καταγράψει πλήθος από στοιχεία του λαϊκού μας πολιτισμού. β. παρουσιάζω γεγονότα ή καταστάσεις με το γραπτό λόγο ή και με άλλα εκφραστικά μέσα: Ο συγγραφέας καταγράφει στα έργα του τα γεγονότα που συντάραξαν τον αιώνα μας. γ. αποτυπώνω την εικόνα ή τον ήχο με τη βοήθεια τεχνικών μέσων: Mε την κάμερα / με τη φωτογραφική μηχανή / με το μαγνητόφωνο καταγράφονται τα γεγονότα της επικαιρότητας.

[λόγ.: 2: αρχ. καταγράφω· 1: σημδ. γαλλ. enregistrer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες