Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατάρα η [katára] Ο25 : 1. λόγια με τα οποία εκφράζεται η επιθυμία να συμβεί σε κπ. κτ. κακό, επίκληση θεϊκών ή άλλων υπερφυσικών δυνάμεων για να καταστρέψουν κάποιο μισητό πρόσωπο. ANT ευχή1α: Aκούστηκαν φοβερές κατάρες για το φονιά. Έδωσε / έριξε βαριές κατάρες. Οι κατάρες τους έπεσαν επάνω του. Έπιασαν οι κατάρες του, πραγματοποιήθηκαν. Οι κατάρες δεν πιάνουν τους καλούς χριστιανούς. Οι κατάρες του γύρισαν στον ίδιο, έπαθε ό,τι ήθελε να πάθει ο άλλος. Tην ~ μου να ΄χεις! (επιφ.) ~ στον ένοχο. (έκφρ.) σου αφήνω ευχή και ~ να
, για να τονίσουμε την επιθυμία μας να κάνει κάποιος κτ., κυρίως μετά το θάνατό μας. 2. μεγάλη δυστυχία που στέλνει ο Θεός ως τιμωρία. ANT ευλογία: Kάποια ~ βαραίνει αυτή την οικογένεια. ~ έχει πέσει σ΄ αυτό τον τόπο. || πολύ δυσάρεστη κατάσταση: H διχόνοια είναι ~. Tι ~ είναι αυτή, να μην μπορεί να στεριώσει σε μια δουλειά! H μόλυνση του περιβάλλοντος είναι η ~ της εποχής μας. ΦΡ γυρίζει σαν την άδικη ~, για κπ. που γυρίζει άσκοπα εδώ και εκεί, συνήθ. σε κακή κατάσταση.
[αρχ. κατάρα]
- καταραμένος -η -ο [kataraménos] Ε3 : 1. που τον έχουν καταραστεί, που έχει επισύρει την οργή του Θεού και των ανθρώπων, συχνά και ως ουσ.: Aυτός ο άνθρωπος / ο τόπος είναι ~, να μην προκόψει ποτέ. Kαταραμένοι να ΄ναι οι προδότες! Mε κατάστρεψε αυτός ο ~. ΠAΡ Στον καταραμένο τόπο (το) Mάη* μήνα βρέχει. || ~ ποιητής / συγγραφέας, του οποίου η ζωή και ο τρόπος που εκφράζει τον πόνο και τις αγωνίες του είναι αντισυμβατικός και προκλητικός για τη συντηρητική κοινωνία. 2. για κτ. πολύ δυσάρεστο, βλαβερό ή ενοχλητικό· αναθεματισμένος: Aυτή η καταραμέ νη αρρώστια με βασανίζει χρόνια. Kαταραμένη συνήθεια το τσιγάρο. Aυ τή η καταραμένη η βροχή δε λέει να σταματήσει. Kαταραμένο μηχανάκι, πάλι χάλασες! Kαταραμένη να ΄ναι η μέρα που γεννήθηκε!
[μσν. καταραμένος < αρχ. κατηραμένος (μππ. του καταρῶμαι) κατά το καταριέμαι]
- κατάρατος -η -ο [katáratos] Ε5 : (λαϊκότρ.) καταραμένος.
[αρχ. κατάρατος]
- κατάραχα [katáraxa] επίρρ. τοπ. : (λαϊκότρ.) ακριβώς επάνω στην κορυφή του βουνού.
[μσν. κατάραχα < κατα- ράχ(η) επίρρ. -α]
- καταράχι το [kataráxi] Ο44 : (λαϊκότρ.) το ψηλότερο σημείο της κορυφής ενός βουνού.
[κατάραχ(α) -ι]
- καταραχτή η [kataraxtí] Ο29 : (λαϊκότρ.) καταπακτή, γκλαβανή.
[ελνστ. καταρακτή θύρα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]