Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καστέλι το [kastéli] Ο44 : 1. μικρό κάστρο. 2. πύργος στα τείχη κάστρου.
[μσν. καστέλ(λ)ι(ν) < ελνστ. καστέλλιον υποκορ. του *καστέλλον < λατ. castell(um) -ον (υποκορ. του castrum: δες στο κάστρο) (ορθογρ. απλοπ.)]