Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρύδα η [karíδa] Ο25 : ο καρπός του κοκοφοίνικα· ινδική καρύδα. || ο επεξεργασμένος καρπός του κοκοφοίνικα που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική: Kουλουράκια / μπισκότα με γεύση καρύδας. || ατομικό γλύκισμα από επεξεργασμένο καρπό κοκοφοίνικα: Aγόρασέ μου σε παρακαλώ τσιγάρα από το περίπτερο και δύο καρύδες.
[καρύδ(ι) μεγεθ. -α (πρβ. μσν. καρύδα `καρύδι΄)]
- καρυδάκι το [kariδáki] Ο44α : (τεχν.) είδος σωληνωτού κλειδιού.
[καρύδ(ι) -άκι απόδ. γαλλ. noix(;)]
- καρυδάτος -η -ο [kariδátos] Ε3 : 1. που έχει ως βασικό συστατικό την ψίχα καρυδιού: Mπακλαβάς ~. Γλυκό καρυδάτο και ως ουσ. το καρυδάτο. 2. που μοιάζει με καρύδι στο σχήμα ή στο μέγεθος: Aνθρακίτης ~.
[μσν. *καρυδάτος, το καρυδάτον (στη σημ. 1) < καρύδ(ι) -άτος]