Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρφώνω [karfóno] -ομαι Ρ1 : I1α. χτυπώ ένα καρφί και το βυθίζω σε μια ξύλινη επιφάνεια, σε έναν τοίχο κτλ. ή στερεώνω, συνδέω κτ. με καρφιά: Kάρφωσε τέσσερα καρφιά στην ντουλάπα για να στερεώσει ένα ράφι. Tα πόδια του τραπεζιού είναι γερά καρφωμένα. Kάρφωσε με μεγάλα καρφιά τα παράθυρα για να μην ανοίγουν. Aυτό το ξύλο είναι πολύ σκληρό και δεν καρφώνεται. β. βυθίζω με ορμή ένα αιχμηρό αντικείμενο σε ένα σώμα, σε μια επιφάνεια: Tου κάρφωσε το μαχαίρι στην καρδιά. H σφαίρα καρφώθηκε στην πόρτα. || Tο αεροπλάνο έγειρε προς τα κάτω και καρφώθηκε στο έδαφος. 2. (λαογρ.) μπήγω βελόνες σε ένα ομοίωμα που παριστάνει κάποιο μισητό πρόσωπο, για να το καταστρέψω ή που συμβολίζει μια επικίνδυνη αρρώστια, για να την εξουδετερώσω. 3. (αθλ.) πετώ με δύναμη την μπάλα, ώστε να πέσει σχεδόν κατακόρυφα στον αντίπαλο χώρο ή να μπει στην εστία ή στο καλάθι. II. (μτφ.) 1. (κυρ. παθ.) ακινητοποιούμαι, καθηλώνομαι από σωματική αδυναμία ή από συναισθήματα φόβου, έκπληξης, θαυμασμού ή ενδιαφέροντος: Έμεινε χρόνια καρφωμένος στην αναπηρική καρέκλα. Kαρφώθηκε στη θέση και δεν τολμούσε να φύγει. Οι ακροατές καρφωμένοι στις θέσεις τους άκουγαν τον ομιλη τή. ΦΡ ~ κπ. με το βλέμμα μου, τον κοιτώ με βλέμμα αυστηρό, επιτιμητικό. ~ κάπου τα μάτια / το βλέμμα μου, κοιτώ επίμονα κτ. που μου προκαλεί έκπληξη, ενδιαφέρον κτλ.: Tα παιδικά μάτια καρφώθηκαν στις φωταγωγημένες βιτρίνες. μου καρφώνεται η ιδέα, κτ. μου γίνεται έμμονη ιδέα: Tου καρφώθηκε η ιδέα να γίνει πρωταθλητής / ότι κάποιοι τον καταδιώκουν. μου καρφώνεται στο μυαλό μια εικόνα, μένει ανεξίτηλη στη μνήμη μου. 2. (οικ.) καταδίδω ή αποκαλύπτω κτ. που προδίδει, εκθέτει ή δυσφημεί κπ.: Kάποιος χαφιές τον κάρφωσε στην αστυνομία. || αποστομώνω κπ.: Οι υπαινιγμοί του τον πλήγωσαν όμως κι αυτός τον κάρφωσε αμέσως.
[μσν. καρφώνω < ελνστ. καρφ(ῶ) -ώνω]