Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρτέλ το [kartél] Ο (άκλ.) : (οικον.) ένωση ομοειδών συνήθ. επιχειρήσεων, οι οποίες, διατηρώντας την οικονομική, διοικητική και νομική τους αυτοτέλεια, έχουν συνάψει συμφωνίες για τον έλεγχο της παραγωγής με σκοπό την εξουδετέρωση του μεταξύ τους ανταγωνισμού και ενδεχομένως και τη δημιουργία μονοπωλίου· (πρβ. τραστ, κοινοπραξία): ~ εταιρειών παραγωγής πετρελαίου.
[λόγ. < γερμ. Kartell ή μέσω του γαλλ. cartel]
- καρτέλα η [kartéla] Ο25 : είδος κάρτας για διάφορες χρήσεις και ειδικότερα για την καταχώριση δεδομένων που ταξινομούνται: Στο αρχείο του νοσοκομείου υπάρχουν οι καρτέλες των ασθενών. Οι καρτέλες με τα βιβλία της βιβλιοθήκης.
[ιταλ. cartella υποκορ. του carta (δες στο κάρτα)]
- καρτελοθήκη η [karteloθíki] Ο30 : ειδικό έπιπλο όπου τοποθετούνται ταξινομημένες καρτέλες.
[λόγ. καρτέλ(α) -ο- + θήκη]