Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρποφόρος -α -ο [karpofóros] Ε4 : 1. που παράγει καρπούς, κυρίως ως χαρακτηρισμός δέντρου που παράγει καρπούς οι οποίοι τρώγονται συνήθ. νωποί. || (ως ουσ.) το καρποφόρο, δέντρο: Περιβόλι με πολλά καρποφόρα. || γόνιμος: Kαρποφόρα γη. 2. (μτφ.) για ενέργεια, δραστηριότητα που αποφέρει καρπούς, που έχει θετικά αποτελέσματα· γόνιμος2: H συνεργασία τους ήταν πολύ καρποφόρα.
καρποφόρα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2. [λόγ. < αρχ. καρποφόρος]