Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρποφορώ [karpoforó] Ρ10.9α : 1. παράγω, δίνω καρπούς: H ελιά δεν καρποφορεί κάθε χρόνο. 2. (μτφ.) για ενέργεια, δραστηριότητα που έχει θετικά αποτελέσματα: Δεν καρποφόρησαν οι προσπάθειές τους / οι διαπραγματεύσεις.
[λόγ. < αρχ. καρποφορῶ]