Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καραμπογιά η [karabojá] Ο24 : (παρωχ. ή ειρ., πειραχτικά) 1. μαύρη βα φή: Έβαψε τα μαλλιά του με ~. 2. (ως επίθ.) κατάμαυρος: Tο μουστάκι του είναι ~.
[καρα- + μπογιά (πρβ. τουρκ. karaboya `θειικό οξύ΄)]