Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καραγιαπί το [karajapí] Ο43 : (οικ., συνήθ. μειωτ.) οικοδομή που δεν έχει προχωρήσει από το αρχικό στάδιο κατασκευής, συνήθ. ο τσιμεντένιος σκελετός μιας οικοδομής.
[καρα- + γιαπί]