Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καραβέλα η [karavéla] Ο25 : I. τύπος ιστιοφόρου, συνήθ. τρικάταρτου πλοίου, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τους Πορτογάλους και τους Iσπανούς θαλασσοπόρους, το 15ο και 16ο αι. II. τύπος παλαιότερου επιβατικού αεροπλάνου.
[I: αντδ. < ιταλ. caravella < πορτογαλ. caravela υποκορ. του caravo < υστλατ. carabus `καλαμένιο σκάφος σκεπασμένο με δέρματα΄ < ελνστ. κάραβος (δες στο καράβι)· II: λόγ. < γαλλ. caravelle < ιταλ.(;) caravella]