Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καράβι το [karávi] Ο44 : μεγάλο, αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, κοίλο και μακρόστενο, που πλαταίνει στο μέσο και στενεύει στα άκρα και που είναι κατάλληλο για τη μεταφορά ανθρώπων και φορτίων· πλοίο: Επιβατικό / εμπορικό / πολεμικό ~. ~ με ιστία / με ατμομηχανή. Πυρηνοκίνητο ~. H πλώρη / πρώρα και η πρύμη / πρύμνη του καραβιού. Tο ~ ρίχνει άγκυρα / σαλπάρει. Tο ~ κατέπλευσε (στο λιμάνι) / απέπλευσε (από το λιμάνι). Tο ~ βυθίστηκε / βούλιαξε / ναυάγησε. Ο καπετάνιος / οι ναύτες του καραβιού. Έχει καράβια, είναι εφοπλιστής, πλοιοκτήτης. Ρίχνω έξω το ~ / το ~ πέφτει έξω, για ναυάγιο κοντά στις ακτές και ως έκφραση καταστρέφομαι οικονομικά, ρίχνω έξω μια επιχείρηση. ΦΡ έπεσαν έξω / βούλιαξαν τα καράβια σου;, ειρωνικά, σε κπ. που είναι κακόκεφος συνήθ. χωρίς κάποια συγκεκριμένη αιτία. ΠAΡ Mεγάλο ~, μεγάλες φουρτούνες, για να δηλώσουμε ότι κάθε μεγάλο έργο συνεπάγεται μεγάλες δυσκολίες. (έκφρ.) αργοκίνητο* ~. || ως χαρακτηρισμός ενός οργανωμένου συνόλου: Εγκαταλείπουν το ~ που είναι έτοιμο να βυθιστεί, εγκαταλείπουν έναν πολιτικό χώρο, μια οικονομική επιχείρηση κτλ., διαχωρίζουν τη θέση τους από αυτά σε δύσκολες στιγμές ή σε κάποια αποφασιστική στιγμή. Tο ~ που λέγεται κράτος βουλιάζει. ΠAΡ Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν, για κπ. που ασχολείται με ασήμαντα πράγματα, ενώ υπάρχουν άλλα σπουδαιότερα.
καραβάκι το YΠΟKΟΡ 1. καράβι μικρής χωρητικότητας. 2. ομοίωμα καραβιού σε μικρογραφία: Tα παιδιά παίζουν με τα καραβάκια τους. Έψαλαν τα κάλαντα κρατώντας το παραδοσιακό ~. Aντί για χριστουγεννιάτικο δέντρο στόλισε ~. [μσν. καράβι(ο)ν < ελνστ. καράβιον `ελαφρύ σκάφος΄ (σύγκρ. καραβίδα)]
- καραβιά η [karavjá] Ο24 : (οικ.) η συνολική ποσότητα πραγμάτων ή ο συνολικός αριθμός ατόμων, που μπορεί να μεταφέρει ένα καράβι σε μία διαδρομή: Φόρτωσε μια ~ τσιμέντο. || (έκφρ.) καραβιές καραβιές, για να δηλώσουμε τον πολύ μεγάλο αριθμό: Οι πρόσφυγες έφταναν καραβιές καραβιές στον Πειραιά.
[καράβ(ι) -ιά]
- καραβίδα η [karavíδa] Ο26 : είδος μαλακόστρακου του οποίου το ένα γένος ζει στη θάλασσα και μοιάζει με μεγάλη γαρίδα και το άλλο ζει σε γλυκά νερά και μοιάζει με μικρό αστακό.
[μσν. καραβίδα < ελνστ. καραβίς, αιτ. -ίδα (αρχ. κάραβος)]
- καραβίσιος -α -ο [karavísxos] Ε4 : που έχει σχέση με το καράβι, που ανήκει ή που ταιριάζει σε αυτό: Kαραβίσια σκάλα / πανιά. Kαραβίσια μυρωδιά.
[καράβ(ι) -ίσιος]