Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καπόνι 1 το [kapóni] Ο44 : 1. ευνουχισμένος πετεινός, κατάλληλος για πάχυνση. 2. είδος ψαριού που μοιάζει με χριστόψαρο.
[ιταλ. cappon(e) ή βεν. capon (< λατ. capo) -ι (πρβ. ελνστ. κάπων < λατ. capo)]
- καπόνι 2 το : (ναυτ.) δοκάρι για το κρέμασμα της βάρκας.
[βεν. capon -ι]