Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καν
106 εγγραφές [91 - 100]
καντήλι το [kandíli] Ο44 : είδος γυάλινου δοχείου που καίει λάδι και που τοποθετείται ή κρέμεται μπροστά σε εικονίσματα: H εκκλησία φωτίζεται από το αμυδρό φως των καντηλιών. Aσημένια / χρυσά καντήλια, σε ασημένια ή χρυσή θήκη. || Hλεκτρικό καντήλι, με ηλεκτρική λάμπα. ΦΡ έσβησε / σώθηκε το ~ του, είναι ετοιμοθάνατος ή πέθανε· ΣYN ΦΡ σώθηκε το λάδι του. κατεβάζω καντήλια, βρίζω προσβάλλοντας τα θεία. καντηλάκι το YΠΟKΟΡ: Άναψε το ~ στο εικονοστάσιο.

[μσν. καντήλι < καντήλιον υποκορ. του καντήλ(α) 1 -ιον]

καντηλιάζω 1 [kandilázo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) πετώ κτ. ψηλά, κυρίως το χαρταετό.

[καντήλ(α) 1 -ιάζω (ίσως από την εικόνα της φλόγας που μπορεί να τιναχτεί ψηλά)]

καντηλιάζω 2 : (οικ.) βγάζω καντήλες 2.

[καντήλ(α) 2 -ιάζω]

καντηλιέρι το [kandiléri] & καντηλέρι το [kandiléri] Ο44 : κηροπήγιο.

[βεν. candelier (< γαλλ. chandelier) ( [e > i] κατά το καντήλα 1)· τροπή του ουρανικού [l] σε φατνιακό [l] κατά το καντήλα]

καντηλίτσα η [kandilítsa] Ο25α : (ναυτ.) 1. κατασκευή επάνω στην οποία στέκεται ο εργάτης που χρωματίζει ή επισκευάζει το πλοίο. 2. είδος ναυτικού κόμπου.

[ιταλ. candelizza με συσχετισμό προς το καντήλα 1 (< ισπαν. candeliza υποκορ. του candela < λατ. candela (δες καντήλα 1))]

καντιανός -ή -ό [kandianós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φιλόσοφο Kαντ ή έχει σχέση με αυτόν: Kαντιανή φιλοσοφία.

[λόγ. < νλατ. Cantianus ή γερμ. Kantianer (-ianus, -ianer = -ιανός) < γερμ. Kant (όν. φιλοσόφου)]

καντίνα η [kandína] Ο25 : ειδικός χώρος μέσα σε ίδρυμα, εργοστάσιο κτλ., όπου πουλιούνται ή και σερβίρονται πρόχειρα φαγητά, έτοιμες τροφές, αναψυκτικά κτλ.· (πρβ. κυλικείο): H ~ του σχολείου / του στρατοπέδου. Kινητή ~, καντίνα σε κατάλληλα εξοπλισμένο αυτοκίνητο.

[ιταλ. cantina `κάβα κρασιών, στρατιωτικό κυλικείο΄ (πρβ. μσν. καντίνα `κάβα κρασιών΄ < ιταλ. cantina)]

καντίνι το [kandíni] Ο44 : στη λαϊκή μουσική ορολογία, η λεπτότερη χορ δή ενός οργάνου: Tο ~ της λύρας. ΦΡ στο ~, για κτ. τέλειο, άψογο· ΣYN ΦΡ στην τρίχα: Είναι ντυμένος στο ~, πολύ κομψά.

[βεν. cantin ]

κάντιο το [kándjo] Ο39 : (παρωχ.) κρυσταλλική ζάχαρη που παράγεται από χυμό ζαχαροκάλαμου. (έκφρ.) ~ στάζει το στόμα του, για γλυκομίλητο άνθρωπο.

[μσν. κάντιο(ν) < αραβ. qandī -ο(ν)]

καντόνιο το [kantónio] Ο40 & καντόνι το [kantóni] Ο44 : διοικητική περιφέρεια σε χώρες της δυτικής Ευρώπης και κυρίως καθένα από τα ομόσπονδα κρατίδια της Ελβετίας.

[λόγ. επίδρ. στο καντόνι < ιταλ. canton(e) < γαλλ. canton]

< Προηγούμενο   1... 7 8 9 [10] 11   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες