Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανονιέρης
1 εγγραφή
κανονιέρης ο [kanonéris] Ο11 : 1. (παρωχ.) πυροβολητής. 2. (μτφ., προφ.) α. (ειρ.) αυτός που χρεοκοπεί ή που αποτυγχάνει σε εξετάσεις. β. χαρακτηρισμός ποδοσφαιριστή που βάζει πολλά γκολ.

[ιταλ. cannonier(e) -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες