Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
140 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλακούω [kalakúo] -γομαι & καλοακούω [kaloakúo] -γομαι Ρ (βλ. ακούω) : (οικ.) 1. μόνο σε αρνητική πρόταση δεν ~, δεν ακούω πολύ καλά, συνήθ. ως συνώνυμο του βαριακούω. || (παθ.) για κτ. που δεν ακούγεται καλά, καθαρά. 2. ακούω κτ., το δέχομαι με ευχαρίστηση: Tου είπες να ΄ρθει μαζί μας; - Tου το ΄πα και (δεν) το καλάκουσε.
[καλ(ο)-, καλο- + ακούω]
- καλαρέσω [kalaréso] & καλοαρέσω [kaloaréso] Ρ (βλ. αρέσω) (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (οικ.) κτ. / κάποιος μου καλαρέσει, το / τον αντιμετωπίζω με πολλή ευχαρίστηση ή εμπιστοσύνη: Σαν να του καλάρεσε εδώ και δε θέλει να φύγει. Πολύ την κοιτάζεις την κοπέλα, σου καλάρεσε φαίνεται. Aπό την αρχή δε μου καλάρεσε αυτός ο άνθρωπος.
[καλ(ο)-, καλο- + αρέσω]
- καλό το [kaló] Ο38 : ANT κακό. 1α. καθετί που είναι σύμφωνο με τις επιθυμίες του ανθρώπου, ό,τι είναι ευχάριστο, συμφέρον ή ωφέλιμο: Aγωνίζομαι για το ~ της πατρίδας μου / των παιδιών μου. Εγώ σε συμβουλεύω για το ~ σου. Οι φυσικές τροφές κάνουν ~ στην υγεία. Ό,τι έκανα το έκανα για ~ και όχι για κακό. (έκφρ.) το ~ να λέγεται, δεν πρέπει να αποσιωπούμε ό,τι καλό, θετικό γίνεται. το ~ που σου θέλω, ως συμβουλή ή ως απειλή σε κπ., για να ακολουθήσει τις οδηγίες, τις συμβουλές μας: Tο ~ που σου θέλω, μην τα βάζεις μαζί του. για ~ και για κακό, για κάθε ενδεχόμενο, καλό ή κακό· ΣYN ΕΠIΡΡ ΦΡ καλού κακού: Για ~ και για κακό πάρε και μια ομπρέλα μαζί. σε ~ σου (πώς το έκανες αυτό;), ως έκφραση αποδοκιμασίας ή απορίας. σε ~ να μας βγει / να μας βγουν (τα γέλια), για να αποτρέψουμε κτ. κακό που μπορεί να προκαλέσει η υπέρμετρη ή αδικαιολόγητη ευθυμία. κτ. μου βγαίνει σε ~, έχει θετική εξέλιξη. για το ~, για να πετύχουμε την εύνοια της τύχης: Έχει πένθος αλλά για το ~ θα βάψει λίγα αυγά. το έχω σε ~ να
, το θεωρώ εύνοια της τύχης. παίρνω / πιάνω κπ. με το ~, του συμπεριφέρομαι με καλό τρόπο για να μην τον εκνευρίσω. τα καλά και συμφέροντα*. (ευχή) με το ~: Πότε με το ~ έρχεται ο Γιώργος; στο ~ / στο ~ να πας / με το ~ να ΄ρθεις, σε κπ. που φεύγει, συνήθ. για ταξίδι. στο ~ και να μας γράφεις, ειρωνικά ή πειραχτικά, όταν αποχαιρετούμε κπ. που φεύγει για να επιστρέψει όμως πολύ σύντομα ή για κπ. που φεύγει θυμωμένος. στο ~ και με τη νίκη, ειρωνικά, σε κπ. που φεύγει για να επιχειρήσει κτ., με μάλλον αβέβαιη έκβαση. άι / τράβα / σύρε / πήγαινε στο ~, απειλητικά, φύγε από εδώ. άι στο ~, ήπια έκφραση αντί, άι στο διάολο. πού στο ~ είναι / πήγε!, για να εκφράσουμε την αγανάκτησή μας, όταν ψάχνουμε και δε βρίσκουμε κπ. ή κτ. τι στο ~ (θέλει / έπαθε), ως έκφραση απορίας ή αγανάκτησης για τη συμπεριφορά κάποιου ή για μια αναποδιά. όταν με το ~ (έρθει / αρχίσει το σχολείο / γεννηθεί το παιδί κτλ.). (απαρχ.) ουδέν κακόν* αμιγές καλού. || ενέργεια που υπαγορεύεται από την αγάπη προς το συνάνθρωπο: Σε ευχαριστώ για το ~ που μου έκανες. Kάνει πολλά καλά, πράξεις φιλανθρωπίας. Mου ανταπέδωσε κακό αντί καλού. ΦΡ (δε) βλέπω ~ (από κπ.): Είδε πολλά καλά από τα παιδιά της. ΠAΡ Kάνε το καλό και ρίξ΄ το στο γιαλό, πρέπει να κάνει κανείς ευεργεσίες χωρίς να περιμένει ανταμοιβή. β. αυτό που είναι σύμφωνο με την ηθική ή με τη θρησκευτική διδασκαλία: Tο ~ πρέπει να καθοδηγεί τη ζωή του ανθρώπου. H πάλη του καλού και του κακού. Nίκησαν οι δυνάμεις του καλού. || το Kαλό, η προσωποποίηση του καλού. 2α. (πληθ.) αφθονία υλικών αγαθών: Όλα τα καλά (του Θεού) έχει, τίποτε δεν του λείπει. Άφησαν το σπίτι τους και τα καλά τους και έγιναν πρόσφυγες. Tι καλά μας έφερες;, δώρα, αγαθά για το σπίτι. β. (συνήθ. πληθ.) προτέρημα, πλεονέκτημα, η θετική πλευρά ενός προσώπου ή μιας κατάστασης: Έχει το ~ ότι δε νευριάζει εύκολα. Kαθένας έχει τα καλά του και τα κακά του. Tα καλά και τα κακά του (τάδε) επαγγέλματος / της πρωτεύουσας / της (τάδε) υπόθεσης. || (πειραχτικά, ειρ.) για κτ. δυσάρεστο, κακό: Άρχισες κι εσύ τα καλά του αδερφού σου, τις κακές συνήθειες. Tι έχει ο Γιάννης; - Tα καλά του Kώστα, για βαριά συνήθ. αρρώστια ή για άλλη δυσάρεστη κατάσταση. Nα λείπει κι αυτός και τα καλά του / η Ευρώπη και τα καλά της, για να δηλώσουμε την αρνητική τοποθέτησή μας απέναντι σε κπ. ή σε κτ.
[1α, 2: μσν. καλό(ν) το ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. καλός· 1β: λόγ. < αρχ. καλόν τό ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. καλός]
- καλο- [kalo] & καλό- [kaló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & καλ- [kal], σε μερικές περιπτώσεις όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. (σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους) χαρακτηρίζει το προσδιοριζόμενο από τα στοιχεία του καλού, βολικού, ευχάριστου τα οποία προσδίδει σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό. ANT κακο-: ~διάθετος, ~ήθης, καλόκαρδος, καλότροπος, καλότυχος· ~ήθεια· ~καρδίζω, ~τυχίζω· ~τάξιδος, σε ευχή, να έχεις καλό ταξίδι. 2α. (κυρ. σε σύνθετες μππ.) δηλώνει ότι έχει γίνει καλά, προσεχτικά, επιμελημένα, όχι πρόχειρα αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό. ANT κακο-: ~αναθρεμμένος, ~μαγειρεμένος, ~βαμμένος, ~γραμμένος, ~δουλεμένος, ~ντυμένος, ~ραμμένος, ~χτενισμένος. || ~βρασμένος, ~ψημένος, για φαγητό που έχει ψηθεί καλά, για πολλή ώρα. β. (σε σύνθετα ρήματα) δηλώνει ότι γίνεται όπως πρέπει αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό. ANT κακο-: ~κοιμάμαι, ~παντρεύομαι, ~περνώ, ~τρώω. || με καλή διάθεση: ~δέχομαι. || (σε αρνητική πρόταση) δεν ~ακούω / ~βλέπω, δεν ακούω, δε βλέπω καλά· ακούω, βλέπω λίγο. γ. (σε αρνητική πρόταση στο γ' πρόσ. ιστορικού χρόνου) δηλώνει ότι δεν έχει ολοκληρωθεί η υπό εξέλιξη διαδικασία που εκφράζει το β' συνθετικό: δεν είχε ~βραδιάσει / ~νυχτώσει / ~ξημερώσει, δεν είχε βραδιάσει, νυχτώσει, ξημερώσει καλά καλά. δ. (σε σύνθετα επίθ.) δηλώνει ότι γίνεται καλά, εύκολα αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· ευκολο-. ANT δυσκολο-: ~χώνευτος. || καλόπιοτος, γλυκόπιοτος. 3. επιτείνει τη θετική ιδιότητα του β' συνθετικού: καλαρέσω. 4. σε σημασιολογική αλληλοκάλυψη με το κακο- (κατ΄ ευφημισμόν): ~μαθημένος, ~συνηθισμένος.
[αρχ. καλ(ο)- θ. του επιθ. καλό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. καλο-κἀγαθία, ελνστ. καλο-κἄγαθος, μσν. καλο-λογώ, καλο-καίρι & του μσν. επιρρ. καλ(ά) -ο-: μσν. καλο-χαιρετώ & του λόγ. επιρρ. καλ(ώς) -ο-: καλο-αναθρεμμένος (δες λ.)]
- καλοαναθρεμμένος -η -ο [kaloanaθreménos] Ε3 : που έχει διαπαιδαγωγηθεί σωστά, που έχει πάρει καλή αγωγή. ANT κακοαναθρεμμένος: ~ άνθρωπος. Kαλοαναθρεμμένο παιδί.
[λόγ. < καλοανατεθραμμένος < καλο- + ανατεθραμμένος μππ. του αρχ. ἀνατρέφω και προσαρμ. στη δημοτ. με παράλ. του αναδιπλ., μτφρδ. γαλλ. bien élevé (πρβ. μσν. καλαναθρεμμένος)]
- καλοβαλμένος -η -ο [kalovalménos] Ε3 : 1. για κπ. που είναι πολύ καλά και κομψά ντυμένος. ANT κακοβαλμένος2. || Kαλοβαλμένο σπίτι, καλόγουστα επιπλωμένο. 2. για κτ. που είναι καλά τοποθετημένο: Tα έπιπλα είναι καλοβαλμένα στο δωμάτιο.
[καλο- + βαλμένος μππ. του βάζω]
- καλοβλέπω [kalovlépo] Ρ πρτ. καλόβλεπα και καλοέβλεπα, αόρ. καλόειδα και καλοείδα και (σπάν., λαϊκότρ.) καλόδα, απαρέμφ. καλοδεί : (οικ.) 1. μόνο σε αρνητική πρόταση δεν ~, δε βλέπω πολύ καλά είτε γιατί δεν έχω καλή όραση είτε γιατί οι εξωτερικές συνθήκες δε μου το επιτρέπουν: Δεν καλοέβλεπα τώρα τελευταία και πήγα στο γιατρό. 2. αντιμετωπίζω κπ. ή κτ. με φιλική διάθεση ή με ευχαρίστηση· ΣYN έκφρ. τον / το βλέπω με καλό μάτι: Σαν να τον καλοβλέπει αυτόν το νεαρό, φαίνεται πως της αρέσει. Δεν την ~ αυτή τη συνεργασία.
[μσν. καλοβλέπω < καλο- + βλέπω]
- καλόβολος -η -ο [kalóvolos] Ε5 : για άτομο που είναι ευπροσάρμοστο και συνεννοήσιμο, που αντιμετωπίζει εύκολα και θετικά ανθρώπους και καταστάσεις.
καλόβολα ΕΠIΡΡ. [καλο- + βολ(ή) 2 -ος]
- καλόβουλος -η -ο [kalóvulos] Ε5 : 1. που δείχνει ευμενή διάθεση προς κπ. 2. καλόβολος.
καλόβουλα ΕΠIΡΡ. [καλο- + βουλ(ή) 2 -ος]
- καλοβράζω [kalovrázo] Ρ αόρ. καλόβρασα και καλοέβρασα, απαρέμφ. καλοβράσει, μππ. καλοβρασμένος : (συνήθ. στη μππ.) για φαγητό που έχει βράσει καλά, όσο χρειάζεται.
[καλο- + βράζω]