Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλφασ
1 εγγραφή
κάλφας ο [kálfas] Ο4 : (παρωχ.) μάστορας: Ο ~ και τα τσιράκια του.

[μσν. κάλφας < τουρκ. kalfa ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες