Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλούπι το [kalúpi] Ο44 : 1. στερεό σώμα από ξύλο, μέταλλο ή πηλό, με κοιλότητα ορισμένου σχήματος, μέσα στο οποίο χύνουν ρευστοποιημένο υλικό, το οποίο όταν στερεοποιηθεί διατηρεί το σχήμα της κοιλότητας· μήτρα: Όταν στεγνώσει το τσιμέντο, βγάζουμε τα καλούπια και οι κολόνες είναι έτοιμες, τους ξυλότυπους. || (επέκτ.) φόρμα που τη χρησιμοποιούμε για να δώσουμε το ίδιο σχήμα σε μια σειρά αντικειμένων: ~ για καπέλα. ΦΡ κτ. μου έρχεται ~, μου ταιριάζει απόλυτα: Mου ήρθε ~ το παλτό· ΣYN ΦΡ μου έρχεται γάντι / κουτί. το ίδιο ~, για να δηλώσουμε την απόλυτη ομοιότητα ανθρώπων ή πραγμάτων: Bγήκαν / είναι κομμένοι από το ίδιο ~. Είναι χυμένοι στο ίδιο ~. 2. (μτφ.) σταθερό νοητικό σχήμα που περιορίζει τη σκέψη, την έκφραση ή τη συμπεριφορά: Είναι τέτοιος χαρακτήρας που δεν μπαίνει σε καλούπια. Έσπασε τα καλούπια του συντηρητισμού. Εκθέσεις γραμμένες επάνω σε καλούπια.
[αντδ. < τουρκ. kalιp -ι ( [i > u] από επίδρ. του χειλ. [p] ) < αραβ. qālib < ελνστ. καλάπους (δες στο καλαπόδι)]
- καλουπιάζω [kalupxázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) καλουπώνω.
[καλούπ(ι) -ιάζω]
- καλούπιασμα το [kalúpxazma] Ο49 : (οικ.) καλούπωμα.
[καλουπιασ- (καλουπιάζω) -μα]