Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλοτάξιδος -η -ο [kalotáksiδos] Ε5 : ευχή σε καινούριο καράβι και γενικότερα, σε μεταφορικό μέσο, τα ταξίδια που θα κάνει να είναι ασφαλή και ευχάριστα: Nα είναι καλοτάξιδο. || Kαλοτάξιδο καράβι, που είναι σταθερό και που εξασφαλίζει ένα άνετο ταξίδι για τους επιβάτες.
[καλο- + ταξίδ(ι) -ος]