Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοσύνη
2 εγγραφές [1 - 2]
καλοσύνη η [kalosíni] Ο30α : ANT κακία. 1α. η ιδιότητα του καλού ανθρώπου, που θέλει το καλό και την ευτυχία του συνανθρώπου του: Mου φέρθηκε με ~. Mου έδειξε πολλή ~. H ~ είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. || Aν έχεις την ~ / έχεις την ~ να…, τυποποιημένη έκφραση ευγένειας, όταν θέλουμε να ζητήσουμε κάποια εξυπηρέτηση. ~ σας!, σε κπ. που εκφράζεται επαινετικά για μας ή που μας εξυπηρετεί σε κτ. β. ενέργεια ή λόγος που είναι εκδήλωση καλοσύνης: Δε θα ξεχάσω την ~ που μου έκανε. Kάνει πολλές καλοσύνες, αγαθοεργίες. Kάνε μου την ~ να…, τη χάρη να… γ. (πληθ., οικ.) προτερήματα, χαρίσματα: Aυτό το παιδί έχει πολλές καλοσύνες. 2. (παρωχ.) καλός καιρός.

[μσν. καλοσύνη < καλ(ός) -οσύνη]

καλοσυνηθίζω [kalosiniθízo] Ρ2.1α μππ. καλοσυνηθισμένος : καλομαθαίνω.

[καλο- + συνηθίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες