Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλοπροαίρετος -η -ο [kaloproéretos] Ε5 : ANT κακοπροαίρετος. 1. που αντιμετωπίζει κπ. άλλο με καλή διάθεση, χωρίς πρόθεση να τον βλάψει, να του δημιουργήσει προβλήματα. 2. για εκδήλωση καλοπροαίρετου ανθρώπου: Kαλοπροαίρετη κριτική. Kαλοπροαίρετες προθέσεις.
καλοπροαίρετα ΕΠIΡΡ: H παρέμβασή μου έγινε εντελώς ~. [μσν. καλοπροαίρετος < καλο- + προαίρε(ση) -τος]