Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοπέραση
1 εγγραφή
καλοπέραση η [kalopérasi] Ο33 : ζωή χωρίς στερήσεις και στενοχώριες. ANT κακοπέραση: H μεγάλη ~ κάνει τον άνθρωπο μαλθακό. Kοιτάει την καλοπέρασή του, ενδιαφέρεται μόνο για την άνεσή του. (έκφρ.) η φτώχεια θέλει ~, σε ανθρώπους στερημένους είναι απαραίτητη η χαρά που δίνουν οι γιορτές και οι διασκεδάσεις.

[καλοπερα- (καλοπερνώ) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες