Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλομαθαίνω [kalomaθéno] Ρ αόρ. καλόμαθα και καλοέμαθα, απαρέμφ. καλομάθει, μππ. καλομαθημένος : 1. συνηθίζω κπ. σε έναν άνετο τρόπο ζωής, τον απαλλάσσω από δυσκολίες και υλικές ή ηθικές στερήσεις. || συνηθίζω σε μια ζωή άνετη και ευχάριστη. || (επέκτ., ειρ.) κακομαθαίνω κπ. ή κακοσυνηθίζω εγώ ο ίδιος, με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολη η προσαρμογή σε δύσκολες καταστάσεις: Πολύ σε καλόμαθαν οι γονείς σου! Είναι πολύ καλομαθημένος, τα θέλει όλα στο χέρι. ΠAΡ Kαλόμαθε η γριά στα σύκα
, για κπ. που συνήθισε σε κτ. εύκολο και ευχάριστο και αρνείται να το στερηθεί. 2. (μππ.) που έχει καλή αγωγή. ANT κακομαθημένος. 3. (προφ.) μαθαίνω καλά κτ.
[καλο- + μαθαίνω]