Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλοκαιρία η [kalokería] Ο25α : καλός καιρός, καλή κατάσταση της ατμόσφαιρας με ήλιο και χωρίς υγρασία. ANT κακοκαιρία: Σήμερα είχαμε ~. Tώρα με τις καλοκαιρίες είναι ευχάριστο το περπάτημα, ημέρες με καλοκαιρία.
[λόγ. επίδρ. στο καλοκαιριά < ελνστ. καλοκαιρία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- καλοκαιριάζει [kalokerjázi] Ρ2.1α (απρόσ.) : αρχίζει, έρχεται το καλοκαίρι. ANT χειμωνιάζει: Tώρα που καλοκαίριασε θα αρχίσουμε τις εκδρομές. || (επέκτ.) όταν ο καιρός γίνεται πολύ ζεστός και ευχάριστος, σε περίοδο χειμερινή.
[καλοκαίρ(ι) -ιάζει (πρβ. μσν. καλοκαιρίζει < καλοκαίρ(ιν) -ίζει)]
- καλοκαίριασμα το [kalokérjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του καλοκαιριάζει, τα πρώτα σημάδια της αρχής του καλοκαιριού. || βελτίωση του καιρού.
[καλοκαιριασ- (καλοκαιριάζει) -μα]
- καλοκαιριάτικος -η -ο [kalokerjátikos] Ε5 : που χαρακτηρίζει, που συμβαίνει ή που χρησιμοποιείται το καλοκαίρι· καλοκαιρινός. ANT χειμωνιά τικος: Kαλοκαιριάτικες ζέστες. Kαλοκαιριάτικες μέρες, ζεστές. Kαλοκαι ριάτικη βροχή.
καλοκαιριάτικα ΕΠIΡΡ για κτ. που γίνεται σε περίοδο καλοκαιριού, ενώ δε θα έπρεπε: Φοράει μάλλινο πουκάμισο ~. [καλοκαίρ(ι) -ιάτικος]