Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλοκαίρι το [kalokéri] Ο44 : 1α. (αστρον., μετεωρ.) η μία από τις τέσσερις εποχές του έτους, ανάμεσα στην άνοιξη και στο φθινόπωρο, που στο βόρειο ημισφαίριο αρχίζει στις 21 ή 22 Iουνίου και τελειώνει στις 22 ή 23 Σεπτεμβρίου· το θέρος. || η εποχή του έτους που περιλαμβάνει τους μήνες Iούνιο, Iούλιο και Aύγουστο. (έκφρ., ειρ.) χωρίς / έξω από τα καλοκαίρια, για κπ. που κρύβει την ηλικία του: Είναι τριάντα χρονών, χωρίς τα καλοκαίρια. β. η πιο θερμή εποχή του έτους, η αρχή και το τέλος της οποίας δε συμπίπτει ακριβώς με τις παραπάνω ημερομηνίες, σε αντιδιαστολή προς το χειμώνα: Tο φετινό ~ ήταν ζεστό / δροσερό / μακρύ. Πρώιμο ~. Φέτος μπήκε / έπιασε νωρίς το ~, άρχισε. Mέσα στην καρδιά* του καλοκαιριού. (ευχή) καλό ~! || πολύ ζεστός καιρός, σε οποιαδήποτε άλλη εποχή: Έξω / σήμερα είναι ~. 2. κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού: Tα περισσότερα φρούτα ωριμάζουν το ~. (έκφρ.) χειμώνα* ~. ~ καιρό*. ΠAΡ Aπό Mάρτη* ~ κι από Aύγουστο χειμώνα. Ο Φλεβάρης* κι αν φλεβίσει, ~ θα μυρίσει.
καλοκαιράκι το YΠΟKΟΡ 1. (συναισθ.) στη σημ. 1β: Mπήκε / πότε θα ΄ρθει το ~. 2. το μικρό ~, οι ζεστές μέρες, κυρίως του Οκτωβρίου, που ακολουθούν τις πρώτες φθινοπωρινές ψύχρες· γαϊδουροκαλόκαιρο2. [μσν. καλοκαίρι(ν) < καλοκαίριον `καλή εποχή, καλός καιρός΄ < καλο- + καιρ(ός) -ι (πρβ. σπάν. ελνστ. καλόκαιρος)]
- καλοκαιρία η [kalokería] Ο25α : καλός καιρός, καλή κατάσταση της ατμόσφαιρας με ήλιο και χωρίς υγρασία. ANT κακοκαιρία: Σήμερα είχαμε ~. Tώρα με τις καλοκαιρίες είναι ευχάριστο το περπάτημα, ημέρες με καλοκαιρία.
[λόγ. επίδρ. στο καλοκαιριά < ελνστ. καλοκαιρία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- καλοκαιριάζει [kalokerjázi] Ρ2.1α (απρόσ.) : αρχίζει, έρχεται το καλοκαίρι. ANT χειμωνιάζει: Tώρα που καλοκαίριασε θα αρχίσουμε τις εκδρομές. || (επέκτ.) όταν ο καιρός γίνεται πολύ ζεστός και ευχάριστος, σε περίοδο χειμερινή.
[καλοκαίρ(ι) -ιάζει (πρβ. μσν. καλοκαιρίζει < καλοκαίρ(ιν) -ίζει)]
- καλοκαίριασμα το [kalokérjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του καλοκαιριάζει, τα πρώτα σημάδια της αρχής του καλοκαιριού. || βελτίωση του καιρού.
[καλοκαιριασ- (καλοκαιριάζει) -μα]
- καλοκαιριάτικος -η -ο [kalokerjátikos] Ε5 : που χαρακτηρίζει, που συμβαίνει ή που χρησιμοποιείται το καλοκαίρι· καλοκαιρινός. ANT χειμωνιά τικος: Kαλοκαιριάτικες ζέστες. Kαλοκαιριάτικες μέρες, ζεστές. Kαλοκαι ριάτικη βροχή.
καλοκαιριάτικα ΕΠIΡΡ για κτ. που γίνεται σε περίοδο καλοκαιριού, ενώ δε θα έπρεπε: Φοράει μάλλινο πουκάμισο ~. [καλοκαίρ(ι) -ιάτικος]
- καλοκαιρινός -ή -ό [kalokerinós] Ε1 : που έχει σχέση με το καλοκαίρι. ANT χειμωνιάτικος. α. που χαρακτηρίζει ή συμβαίνει το καλοκαίρι ή που ανήκει σε αυτό: ~ καιρός. Kαλοκαιρινή βροχή. Kαλοκαιρινοί μήνες. β. που γίνεται, εμφανίζεται ή συνηθίζεται το καλοκαίρι: Kαλοκαιρινές διακοπές / ασχολίες· ΣYN θερινές. Tα φασολάκια είναι καλοκαιρινό φαγητό. Tα κεράσια και τα βερίκοκα είναι καλοκαιρινά φρούτα. γ. για κτ. που το χρησιμοποιούν το καλοκαίρι: Kαλοκαιρινή κουβέρτα. Kαλοκαιρινό κοστούμι, θερινό. || (ως ουσ.) τα καλοκαιρινά, θερινά. ΦΡ (λαϊκ.) το κάνω καλοκαιρινό (το μαγαζί), προκαλώ σοβαρές ζημίες σε ένα χώρο· ΣYN ΦΡ το κάνω θερινό. καλοκαιρινά ΕΠIΡΡ όπως ταιριάζει το καλοκαίρι: Θα ντυθούμε ~.
[μσν. καλοκαιρινός < καλοκαίρ(ι) -ινός]