Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοθρεμμένος
1 εγγραφή
καλοθρεμμένος -η -ο [kaloθreménos] Ε3 : που έχει τραφεί καλά, με τρο φή πλούσια σε ποσότητα και καλή σε ποιότητα: Kαλοθρεμμένο παιδί, γεροδεμένο και παχουλό. Kαλοθρεμμένες γαλοπούλες, παχιές. || Kαλοθρεμμένα μάγουλα.

[καλο- + θρεμμένος μππ. του θρέφω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες