Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλοθρεμμένος -η -ο [kaloθreménos] Ε3 : που έχει τραφεί καλά, με τρο φή πλούσια σε ποσότητα και καλή σε ποιότητα: Kαλοθρεμμένο παιδί, γεροδεμένο και παχουλό. Kαλοθρεμμένες γαλοπούλες, παχιές. || Kαλοθρεμμένα μάγουλα.
[καλο- + θρεμμένος μππ. του θρέφω]